ατάϊστος

ατάϊστος
η , ο см. ατάγιστος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ατάϊστος" в других словарях:

  • ατάιστος — και ατάγιστος, η, ο 1. αυτός στον οποίο δεν δόθηκε φαγητό ή τροφή 2. αυτός που δεν δωροδοκήθηκε ή δεν εξαγοράστηκε …   Dictionary of Greek

  • ατάγιστος — η, ο βλ. ατάιστος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»